- αθηλής
- ἀθηλής, -ές (Α)[θηλή] (για μαστό) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε για θήλασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθηλᾶ — ἀθηλής neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀθηλής masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηλᾶς — ἀθηλής masc/fem acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηλέος — ἀθηλής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηλέα — ἀθηλέᾱ , ἄθηλυς fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀθηλής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀθηλής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες … Dictionary of Greek